κύαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύαμος | οι | κύαμοι |
γενική | του | κύαμου & κυάμου |
των | κύαμων & κυάμων |
αιτιατική | τον | κύαμο | τους | κύαμους & κυάμους |
κλητική | κύαμε | κύαμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύαμος < αρχαία ελληνική κύαμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύαμος αρσενικό
- το κουκί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύαμος
|