κυναίλουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυναίλουρος < κύων + αίλουρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυναίλουρος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]