κύων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κίων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύων → δείτε το αρχαίο κύων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κύων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κύων)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



ουσιαστικά μεταπλαστά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠων- κῠον- κῠν-
ονομαστική / κύων οἱ/αἱ κύνες
      γενική τοῦ/τῆς κυνός τῶν κυνῶν
      δοτική τῷ/τῇ κυνῐ́ τοῖς/ταῖς κυσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν κύν τοὺς/τὰς κύνᾰς
     κλητική ! κύον κύνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κύνε
γεν-δοτ τοῖν  κυνοῖν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κύων < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwṓ. Συγγενή: σανσκριτική श्वन् (śván), λατινική canis (> γαλλική chien), αγγλοσαξονική hund, αγγλική hound

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κύων αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ζωολογία) ο σκύλος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 4 (στίχοι 4-5)
    αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν | οἰωνοῖσί τε πᾶσι,
    κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων | και των ορνέων
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) σκύλος
  3. ο Σείριος (στον αστερισμό του Κυνός)
  4. η άρθρωση στον αστράγαλο του αλόγου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]