λειτουργικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λειτουργικοποίηση | οι | λειτουργικοποιήσεις |
γενική | της | λειτουργικοποίησης* | των | λειτουργικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | λειτουργικοποίηση | τις | λειτουργικοποιήσεις |
κλητική | λειτουργικοποίηση | λειτουργικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λειτουργικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτουργικοποίηση < λειτουργικός + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειτουργικοποίηση θηλυκό
- η διατύπωση λειτουργικών ορισμών για έννοιες και η ανάπτυξη συγκεκριμένων ερευνητικών διαδικασιών που θα ποσοτικοποιούν ή θα προσδιορίζουν τις έννοιες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- operational definition στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λειτουργικοποίηση
|