λειτουργοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λειτουργοποίηση | οι | λειτουργοποιήσεις |
γενική | της | λειτουργοποίησης* | των | λειτουργοποιήσεων |
αιτιατική | τη | λειτουργοποίηση | τις | λειτουργοποιήσεις |
κλητική | λειτουργοποίηση | λειτουργοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λειτουργοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτουργοποίηση < λειτουργώ + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική operationalization)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειτουργοποίηση θηλυκό
- το να καταστεί κάτι λειτουργικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λειτουργοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)