ληξιαρχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ληξιαρχείο τα ληξιαρχεία
      γενική του ληξιαρχείου των ληξιαρχείων
    αιτιατική το ληξιαρχείο τα ληξιαρχεία
     κλητική ληξιαρχείο ληξιαρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ληξιαρχείο < αρχαία ελληνική ληξίαρχος / ληξιαρχικός (ληξιαρχικόν γραμματεῖον: το αρχείο κάθε δήμου της Αρχαίας Αθήνας) < λῆξις (< λαγχάνω) + ἄρχω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ληξιαρχείο ουδέτερο

  • η δημοτική υπηρεσία που κρατάει το αρχείο το σχετικό με τις γεννήσεις, γάμους, βαπτίσεις, ονοματοθεσίες και θανάτους και εκδίδει σχετικά πιστοποιητικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]