λιμοκτονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιμοκτονώ < αρχαία ελληνική λιμοκτονέω / λιμοκτονῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]λιμοκτονώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λιμοκτονία
- → δείτε τις λέξεις λιμός και κτείνω