λιμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λιμός | οι | λιμοί |
γενική | του | λιμού | των | λιμών |
αιτιατική | τον | λιμό | τους | λιμούς |
κλητική | λιμέ | λιμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μός
- ομόηχο: λοιμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιμός αρσενικό
- πολύ μεγάλη πείνα που οφείλεται σε έλλειψη τροφίμων σε μια περιοχή
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λιμάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεγάλη πείνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)