λιρέττα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιρέττα | οι | λιρέττες |
γενική | της | λιρέττας | των | λιρεττών |
αιτιατική | τη | λιρέττα | τις | λιρέττες |
κλητική | λιρέττα | λιρέττες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιρέττα < λιρέτα χωρίς απλοποίηση της γραφής < ιταλική liretta, υποκοριστικό του lira < λατινική libra
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιρέττα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του λιρέτα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Όροι με παρωχημένη γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)