λουκανικοπιτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκανικοπιτάκι | τα | λουκανικοπιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λουκανικοπιτάκι | τα | λουκανικοπιτάκια |
κλητική | λουκανικοπιτάκι | λουκανικοπιτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λουκανικοπιτάκι < υποκοριστικό του λουκανικόπιτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λουκανικοπιτάκι ουδέτερο
- μικρή λουκανικόπιτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λουκανικοπιτάκι
|