λουκανικόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουκανικόπιτα < λουκάνικ(ο) + -ό- + -πιτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λουκανικόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα με γέμιση λουκάνικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λουκανικοπιτάκι
- → δείτε τις λέξεις λουκάνικο και πίτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουκανικόπιτα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πιτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)