μαθηματικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαθηματικοποίηση οι μαθηματικοποιήσεις
      γενική της μαθηματικοποίησης* των μαθηματικοποιήσεων
    αιτιατική τη μαθηματικοποίηση τις μαθηματικοποιήσεις
     κλητική μαθηματικοποίηση μαθηματικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαθηματικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαθηματικοποίηση < μαθηματικά + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mathematization)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαθηματικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]