μανατζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανατζάρω < μάνατζ(ερ) + -άρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.naˈd͡za.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐να‐τζά‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]μανατζάρω, παθ.φωνή: μανατζάρομαι, π.αόρ.: μανατζαρίστηκα, μτχ.π.π.: (μανατζαρισμένος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μάνατζερ
- μανατζαρέος
- μανατζαραίος
- μανατζέρης (σπάνιο)
- μανατζέρι (σπάνιο)