διοικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διοικῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διοικώ < αρχαία ελληνική διοικέω / διοικῶ < διά + οἰκέω / οἰκῶ < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.iˈko/

διοικώ (παθητική φωνή: διοικούμαι)

  1. ασκώ διοίκηση, διευθύνω
  2. (για κράτος) κυβερνώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]