μαστοφόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαστοφόρα ουσιαστικοποιημένο επίθετο < από τoν πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαστοφόρος,ος,ον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαστοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των μαστοφόρων)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]