μαϊστροτραμουντάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαϊστροτραμουντάνα | οι | μαϊστροτραμουντάνες |
γενική | της | μαϊστροτραμουντάνας | — | |
αιτιατική | τη | μαϊστροτραμουντάνα | τις | μαϊστροτραμουντάνες |
κλητική | μαϊστροτραμουντάνα | μαϊστροτραμουντάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαϊστροτραμουντάνα < από τη σύνθεση των λέξεων μαΐστρος + τραμουντάνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαϊστροτραμουντάνα θηλυκό
- (ναυτική διάλεκτος) ο άνεμος μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαϊστροτραμουντάνα
|