σιροκολεβάντες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιροκολεβάντες οι σιροκολεβάντηδες
      γενική του σιροκολεβάντε των σιροκολεβάντηδων
    αιτιατική τον σιροκολεβάντε τους σιροκολεβάντηδες
     κλητική σιροκολεβάντε σιροκολεβάντηδες
Κατηγορία όπως «κόντες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιροκολεβάντες < σιρόκ(ος) + -ο- + λεβάντες

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιροκολεβάντες αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Άνεμοι:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]