μεγαλειότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλειότατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλειότατος, αρχαία ελληνική μεγαλειότατος, υπερθετικός βαθμός του μεγαλεῖος. Δείτε και Μεγαλειότατος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ta.tos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεγαλειότατος αρσενικό, μεγαλειοτάτη θηλυκό
- για την προσφώνηση, → δείτε τη λέξη Μεγαλειότατος, τίτλος για βασιλιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Η χρήση του ως επιθέτου στο ουδέτερο γένος είναι πολύ σπάνια. Συνήθως χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό και με κεφαλαίο αρχικό για να δηλωθεί ή να προσφωνηθεί ο βασιλιάς ή η βασίλισσα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)