μεγαλειότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλειότητα οι μεγαλειότητες
      γενική της μεγαλειότητας των μεγαλειοτήτων
    αιτιατική τη μεγαλειότητα τις μεγαλειότητες
     κλητική μεγαλειότητα μεγαλειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεγαλειότητα < (ελληνιστική κοινή) μεγαλειότης < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική majesté

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεγαλειότητα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]