μερισματόγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μερισματόγραφο < μέρισμα (μερίσματος) + -γραφο (<γράφω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μερισματόγραφο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μερισματόγραφο
|