μερισματαπόδειξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερισματαπόδειξη οι μερισματαποδείξεις
      γενική της μερισματαπόδειξης των μερισματαποδείξεων
    αιτιατική τη μερισματαπόδειξη τις μερισματαποδείξεις
     κλητική μερισματαπόδειξη μερισματαποδείξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μερισματαπόδειξη < μέρισμα (μερίσματος) + απόδειξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μερισματαπόδειξη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]