μεσόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσόνιο | τα | μεσόνια |
γενική | του | μεσόνιου & μεσονίου |
των | μεσόνιων & μεσονίων |
αιτιατική | το | μεσόνιο | τα | μεσόνια |
κλητική | μεσόνιο | μεσόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεσόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική meson < αρχαία ελληνική μέσον, ουδέτερο του μέσος + -ιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεσόνιο ουδέτερο
- (στοιχειώδες σωματίδιο) αδρόνιο που αποτελείται από ένα κουάρκ και ένα αντικουάρκ συνδεόμενα με ισχυρή δύναμη αλληλεπίδρασης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μεσόνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στοιχειώδη σωματίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)