μεταπουλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταπουλητής αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του μεταπωλητής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταπουλητής
|