μηλοπράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μηλοπράτης < μεσαιωνική ελληνική μήλο + -πράτης < αρχαία ελληνική πιπράσκω (= πουλώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μηλοπράτης αρσενικό, πληθυντικός μηλοπράτες
- (επάγγελμα) ο έμπορος μήλων. ο μηλέμπορος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηλοπράτης
|