μηχανοτεχνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μηχανοτεχνίτης αρσενικό
- (μηχανολογία, επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος σε μηχανές, περισσότερο στην επισκευή και συντήρηση αυτών.
- τεχνίτης βοηθός μηχανολόγου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηχανοτεχνίτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μηχανο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τεχνίτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)