μηχανο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]μηχανο-
- α΄ συνθετικό λέξεων που σχετίζονται με :
- τη χρήση ή τη λειτουργία μιας μηχανής
- το πρόσωπο που χειρίζεται μηχανή
- τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή
- τους νόμους και τις αρχές της μηχανικής
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχανο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχανό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μηχαν- στο Βικιλεξικό
- μηχανέλαιο
- μηχανόβιος
- μηχανογράφηση
- μηχανογραφία
- μηχανογραφικός
- μηχανογράφος
- μηχανογραφώ
- μηχανοδηγός
- μηχανοθεραπεία
- μηχανοθεραπευτής
- μηχανοκάικο
- μηχανοκίνητος
- μηχανοκρατία
- μηχανοκρατικός
- μηχανολογία
- μηχανολογικός
- μηχανολόγος
- μηχανοπέδη
- μηχανοποίηση
- μηχανοποίητος
- μηχανοποιώ
- μηχανοργάνωση
- μηχανορραφία
- μηχανορράφος
- μηχανορραφώ
- μηχανοστάσιο
- μηχανοτεχνίτης
- μηχανότρατα
- μηχανουργείο
- μηχανουργία
- μηχανουργικός
- μηχανουργός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μηχανο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας