μοναδιαία πράξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοναδιαία πράξη < → δείτε τις λέξεις μοναδιαίος και πράξη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unary operation

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

μοναδιαία πράξη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]