μοναδιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μοναδιαίος
- ανά μονάδα
- μετά την εφαρμογή των καινούργιων μέτρων, θα μειωθεί ουσιωδώς το μοναδιαίο κόστος παραγωγής
- (μαθηματικά) που σχετίζεται με τη μονάδα, με την τιμή ένα
- ο μοναδιαίος κύκλος αποτελείται από τα σημεία (x,y) με x^2 + y^2 = 1