μούρλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρλια οι μούρλιες
      γενική της μούρλιας
    αιτιατική τη μούρλια τις μούρλιες
     κλητική μούρλια μούρλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μούρλια < (αναδρομικός σχηματισμός) μουρλ(αίνω) + -ια

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmuɾ.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μούρ‐λια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μούρλια θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]

μούρλια

  1. (προφορικό) πάρα πολύ ωραία
    μαγείρεψε κάτι φασολάκια μούρλια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη μούρλα

Αναφορές

[επεξεργασία]