μούρλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μουρλά, μούρλια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρλα οι μούρλες
      γενική της μούρλας
    αιτιατική τη μούρλα τις μούρλες
     κλητική μούρλα μούρλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μούρλα < μουρλ(ός) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός) < βενετικά murlo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μούρλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]