μπλουτσούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπλουτσούνι | τα | μπλουτσούνια |
γενική | του | μπλουτσουνιού | των | μπλουτσουνιών |
αιτιατική | το | μπλουτσούνι | τα | μπλουτσούνια |
κλητική | μπλουτσούνι | μπλουτσούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπλουτσούνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλουτσούνι ουδέτερο
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται μαζί με το καδινάτσο για να κλειδώνει η πόρτα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπλουτσούνι
|