μπλουτσούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλουτσούνι τα μπλουτσούνια
      γενική του μπλουτσουνιού των μπλουτσουνιών
    αιτιατική το μπλουτσούνι τα μπλουτσούνια
     κλητική μπλουτσούνι μπλουτσούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπλουτσούνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπλουτσούνι ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται μαζί με το καδινάτσο για να κλειδώνει η πόρτα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]