μπονγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπονγκ ουδέτερο άκλιτο
- νερόπιπα που χρησιμοποιείται για το φιλτράρισμα του καπνού
μπονγκ ουδέτερο άκλιτο