μπριάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπριάνα | οι | μπριάνες |
γενική | της | μπριάνας | των | μπριάνων |
αιτιατική | την | μπριάνα | τις | μπριάνες |
κλητική | μπριάνα | μπριάνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπριάνα < βουλγαρική mryana < (νοτιο)σλαβικής προέλευσης mrěna < πρωτοσλαβική *merna < αρχαία ελληνική σμύραινα / μύραινα (αντιδάνειο) < μῦρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπριάνα θηλυκό
- (ψάρι) είδος ψαριού του γλυκού νερού του γένους βάρβος (Barbus) της οικογένειας κυπρινίδες Cyprinidae)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπριάνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)