ναυάγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυάγιο τα ναυάγια
      γενική του ναυαγίου
ναυάγιου
των ναυαγίων
    αιτιατική το ναυάγιο τα ναυάγια
     κλητική ναυάγιο ναυάγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναυάγιο < αρχαία ελληνική ναῦς + ἄγνυμι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /naˈva.ʝi.o/
το Ναυάγιο στη Ζάκυνθο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναυάγιο ουδέτερο

  1. συντριβή, βύθιση πλοίου
  2. λείψανο εξοκείλαντος ή συντριβέντος πλοίου
  3. (μεταφορικά) καταστροφή, αποτυχία πλήρης
  4. (μεταφορικά) άνθρωπος εντελώς κατεστραμμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]