ναυτώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναυτώνας | οι | ναυτώνες |
γενική | του | ναυτώνα | των | ναυτώνων |
αιτιατική | τον | ναυτώνα | τους | ναυτώνες |
κλητική | ναυτώνα | ναυτώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /nafˈto.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναυ‐τώ‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτώνας αρσενικό
- κτίσμα ή παροπλισμένο πλοίο για διαμονή ναυτών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναυτώνας
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ναυτώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας