ναύδετο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
"Ναύδετο όρμου" που έχει προσδέσει πλοίο με συρματόσχοινο και με σχοινί (κάβο)
ναύδετο < ναυς + δένω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναύδετο ουδέτερο

  • μεγάλος σημαντήρας (σημαδούρα ή τσαμαδούρα) που βρίσκεται αγκυροβολημένος σε συγκεκριμένη θέση (στίγμα), όπου μπορεί ένα πλοίο να προσδένεται με ασφάλεια σ΄ αυτόν, αντί να αγκυροβολήσει

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]