νευροληπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευροληπτικό τα νευροληπτικά
      γενική του νευροληπτικού των νευροληπτικών
    αιτιατική το νευροληπτικό τα νευροληπτικά
     κλητική νευροληπτικό νευροληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νευροληπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροληπτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νευροληπτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

νευροληπτικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του νευροληπτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νευροληπτικός