νευροληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροληπτικός η νευροληπτική το νευροληπτικό
      γενική του νευροληπτικού της νευροληπτικής του νευροληπτικού
    αιτιατική τον νευροληπτικό τη νευροληπτική το νευροληπτικό
     κλητική νευροληπτικέ νευροληπτική νευροληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροληπτικοί οι νευροληπτικές τα νευροληπτικά
      γενική των νευροληπτικών των νευροληπτικών των νευροληπτικών
    αιτιατική τους νευροληπτικούς τις νευροληπτικές τα νευροληπτικά
     κλητική νευροληπτικοί νευροληπτικές νευροληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νευροληπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuroleptic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική neuroleptique[1] < αρχαία ελληνική νεῦρον + λῆψις < λαμβάνω

Επίθετο

[επεξεργασία]

νευροληπτικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 νευροληπτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)