νευρολογικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νευρολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νευρολογικῶς < νευρολογικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νευρολογικώς

  • s.v. «νευρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)