νεωλκέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεωλκέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νεωλκ(ός) + -έω / -ῶ < νεω- (< ναῦς) + θέμα ὁλκ- (ὁλκός < ἕλκω) [1]

νεωλκέω / νεωλκῶ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. νεωλκώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.