νεωλκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νεωλκῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεωλκώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεωλκῶ, συνηρημένος τύπος του νεωλκέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.olˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ωλ‐κώ

νεωλκώ, -είς, πρτ.: νεωλκούσα, αόρ.: νεώλκησα, παθ.φωνή: νεωλκούμαι, π.αόρ.: νεωλκήθηκα, μτχ.π.π.: νεωλκημένος [1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις νεω- και έλκω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)