νεύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεύρα < νεύρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεύρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. εκνευρισμός, θυμός
    τον έχουν πιάσει νεύρα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]