νεύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεύρα < νεύρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεύρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- εκνευρισμός, θυμός
- τον έχουν πιάσει νεύρα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μου τη δίνεις στα νεύρα: είσαι ενοχλητικός, δεν σε αντέχω, είσαι σπασαρχίδης, είσαι ανυπόφερτος
- μου σπάς τα νεύρα: είσαι ενοχλητικός, δεν σε αντέχω, είσαι σπασαρχίδης, είσαι ανυπόφερτος
- μου έκανες τα νεύρα τσατάλια: είσαι ενοχλητικός, δεν σε αντέχω, είσαι σπασαρχίδης, είσαι ανυπόφερτος
- είναι για γερά νεύρα: χρειάζεται υπομονή
- έχει νεύρο: έχει τσαγανό
- χτύπησε νεύρο: για καίριο πλήγμα