νιογάμπρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νιογάμπρια < νιόγαμπρος + -ια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νιογάμπρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]