ντεζαβού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντεζαβού < (λόγιο δάνειο) γαλλική déjà-vu

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντεζαβού ουδέτερο, άκλιτο