ντερέμπεης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντερέμπεης < (άμεσο δάνειο) τουρκική derebeyi < dere (κοιλάδα) (< περσική دره (derre)) + bey (κύριος) (< περσική بك (beg)) + -ς για προσαρμογή στην κλίση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντερέμπεης αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)