ντοκιμαντέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντοκιμαντέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική documentaire[1] < document + -aire < → δείτε λατινικά documentum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντοκιμαντέρ ουδέτερο άκλιτο (& λαϊκός πληθυντικός τα ντοκιμαντέρια)
- (κινηματογράφος) κινηματογραφική ταινία ιστορικού, πολιτιστικού ή άλλου περιεχομένου που βασίζεται σε οπτικά ή ηχητικά ντοκουμέντα
- ※ Θα γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τη Φραγκοκρατία στην Ελλάδα. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]παλιές γραφές, μη απλοποιημένες:
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- τεκμηριογράφημα (σπάνιο, λόγιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντοκιμαντέρ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ντοκιμαντέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)