ντοκιμαντέρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντοκιμαντέρια: εξελληνισμένος λαϊκός τύπος πληθυντικού + -ια, πληθυντικού της κατάληξης ουδετέρου

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ντοκιμαντέρια ουδέτερο