νύξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νύξη < ελληνιστική κοινή νύξις < αρχαία ελληνική νύσσω (κεντώ, τσιμπώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νύξη θηλυκό
- το κέντημα, το τσίμπημα
- (μεταφορικά) η μικρή αναφορά σε ένα θέμα, ο υπαινιγμός