allusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

allusion (en)

  1. η νύξη, ο υπαινιγμός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
allusion allusions

allusion (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]