ξανταίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανταίνω < αρχαία ελληνική ξαίνω και ομόρ. ξέω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξανταίνω κοιτάζω, διακρίνω, ξανοίγω.
ξανταίνω κοιτάζω, διακρίνω, ξανοίγω.